χειλάς

χειλάς
Μοναχός από τα Κύθηρα, συγγραφέας έργου με τον τίτλο Χρονικό περί του εν Κυθήροις μοναστηρίου του Αγίου Θεοδώρου, που περιέχει πολλές πληροφορίες για το νησί στα χρόνια της βενετοκρατίας (Βενετία, 1868).
* * *
ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν
ο χειλαράς
νεοελλ.
1. το θηλ. ζωολ. κοινή ονομασία τών παράκτιων σαρκοφάγων ιχθύων τού γένους labrus τής οικογένειας labridae, συγγενικών με τον γύλο
2. στον πληθ. οι χειλούδες
ζωολ. ονομασία τών μελών τών πολύ συγγενικών με το παραπάνω γενών ctenolabrus και crenilabrus ή symphodus, γνωστών και με την κοινή ονομασία λαπίνα, καθώς και τού acantholabrus, που είναι γνωστά και ως χειλούδες τού βυθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + κατάλ. -ᾶς που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. φαγ-ᾶς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειλάς — ο θηλ. χειλού βλ. χειλαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Constantinos Hilas — (also Konstantinos Hilas, in Greek: Κωνσταντίνος Χειλάς) is a Greek film director and actor. He was born in Athens, Greece, on March 18, 1991. Βiography Constantinos Hilas was born at noon on the 18th of March 1991 in Athens, Greece. The son of… …   Wikipedia

  • -άδες — (I) κατάλ. πληθ. αρσεν. ουσ. σε ας και ης, π.χ. παπάς παπ άδες, ψάλτης ψαλτ άδες, φαγάς φαγ άδες, μαθητής μαθητ άδες κ.ά. Η κατάλ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε αντί τής κατάλ. ες σε ονόματα που τελείωναν σε ας, αργότερα δε επεκτάθηκε και στα λήγοντα σε …   Dictionary of Greek

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • παχύχειλος — (pachychilus). Κολεόπτερο σαρκοφάγο έντομο της οικογένειας των καραβιιδών, που ζει στις χώρες της Μεσογείου. Το γνωστότερο είδος είναι ο π. ο στικτός, ιθαγενής της Ισπανίας με μέτριο μέγεθος και χρώμα μαύρο. * * * η, ο / παχύχειλος, ον, ΜΑ (για… …   Dictionary of Greek

  • πρόχειλος — η, ο / πρόχειλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει προχειλία, που τα χείλη του προεξέχουν, ο χειλάς («προχείλους καὶ πλατύρρινας γεννᾱσθαι», Στράβ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόχειλα τα προεξέχοντα σημεία τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειλος… …   Dictionary of Greek

  • χειλού — η, Ν βλ. χειλάς …   Dictionary of Greek

  • χειλού — η βλ. χειλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ИОАНН ХИЛА — [греч. ᾿Ιωάννης Χειλᾶς] († после 1303, К поль), митр. Эфесский (1285 лето 1289), визант. богослов, писатель. Выходец из чиновничьей семьи; имел 2 братьев, один из которых, Константин, носил высокий придворный титул пансеваста (PLP, N 30766). И. Х …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”